του Κωνσταντίνου Τσοπάνη
Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων
Ο Ορφισμός υπήρξε η τελευταία αναλαμπή και έκφραση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να μετουσιώσει και να αναμορφώσει τη διονυσιακή λατρεία από την οποία καταγόταν και εν τέλει να κληροδοτήσει αρκετές από τις δοξασίες του όπως και αυτούσια εικονιστικά του θέματα στον νεαρό τότε Χριστιανισμό αποτελώντας, κατά κάποιον τρόπο, το ελληνικό υπόβαθρο της νέας πίστης. Φυσικά στη μεταβίβαση από την μια πίστη στην άλλη οι μορφές άλλαξαν συμβολισμούς, όπως ο Ορφέας με την λύρα που έγινε ο «Καλός Ποιμήν» των κατακομβών, αλλά τα πρωταρχικά σύμβολα έμειναν τα ίδια υπηρετώντας την ανθρώπινη ανάγκη για αναζήτηση της μέθεξης με το μεταφυσικό.
Ο Ορφέας ανάγει την παρουσία του στις αρχές ακόμα της Ιστορίας και φέρεται ως βασιλιάς των θρακικών φύλων. Είναι μια από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες της αρχαίας Ελλάδας η οποία μετεωρίζεται μεταξύ των θεών και των ημιθέων αλλά και μεταξύ του κόσμου των νεκρών και εκείνου των ζωντανών. Στην παγκόσμια ιστορία έμεινε γνωστός ως μουσικός, μάντης και ιερέας των μυστηρίων του Διονύσου. Επίσης φέρεται να έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία όπου με τη λύρα του και τη μουσική του ενθάρρυνε τους Αργοναύτες στο μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους. Ο θρύλος έντυσε το πρόσωπο του με μια πολύ σαγηνευτική ιστορία. Μετά το τέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας φέρεται ότι γνώρισε και ερωτεύθηκε την ωραία Ευρυδίκη την οποία και παντρεύτηκε. Ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της αλλά η ευτυχία του δεν κράτησε για πολύ, αφού η Ευρυδίκη πέθανε νωρίς από δάγκωμα φιδιού. Ο Ορφέας μετά τον άδικο και πρόωρο χαμό της Ευρυδίκης δεν υποτάχθηκε στη μοίρα του αλλά κατέβηκε στον Άδη να την ζητήσει πίσω από τον βασιλιά του κάτω κόσμου. Δεν ήταν ο πρώτος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο που είχε κάνει αυτό το ταξίδι, αφού εκεί κάτω είχε πάει και ο Θησέας και ο Ιάσονας.
Άρα ο Ορφέας δεν είναι ο πρώτος που επιχειρεί μια «κατάβαση» στον κάτω κόσμο. Ωστόσο αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι εκεί τον οδηγεί ο έρωτας του. Με τις γλυκές μελωδίες της λύρας του καταφέρνει να συγκινήσει τη βασίλισσα του κάτω κόσμου η οποία του επιτρέπει να πάρει μαζί του την Ευρυδίκη στον κόσμο των ζωντανών. Είναι η πρώτη φορά, στην ελληνική μυθολογία, που η φύση παραβιάζεται και δίνεται η άδεια σε έναν νεκρό να ξαναγυρίσει στη ζωή. Τίθεται όμως ένας απαράβατος όρος από τους βασιλείς του κάτω κόσμου: ο Ορφέας δεν πρέπει να γυρίσει να δει την αγαπημένη του έως ότου αντικρύσει την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Εκείνος βαδίζει μπροστά και η Ευρυδίκη τον ακολουθεί. Κάποια στιγμή όμως μη αντέχοντας άλλο γυρίζει να δει τη μορφή εκείνης που για την αγάπη της έφτασε ζωντανός στον Άδη. Οι αγγειογράφοι παρουσιάζουν την Ευρυδίκη να ακουμπά το ένα της χέρι απαλά στους ώμους του Ορφέα, μια γεμάτη αγάπη αποχαιρετιστήρια κίνηση, ενώ το δεξί της χέρι το κρατά ήδη ο ψυχοπομπός Ερμής. Ο όρος της συμφωνίας έχει παραβιαστεί κι εκείνη εξαφανίζεται με μιας, γυρνώντας στον κόσμο των σκιών, για πάντα αυτή τη φορά, όπως αφηγείται ο μύθος. Η απόπειρα λοιπόν του μυθοπλάστη να «νεκραναστήσει» την Ευρυδίκη δεν τελεσφορεί αφού η ιδέα της ανάστασης των νεκρών ήταν κάτι το εντελώς ξένο και μη αποδεκτό για τα ελληνικά πιστεύω της εποχής. Έτσι η «ορφική» απόπειρα επιβολής μιας τέτοιας ιδέας δεν είχε καμιά τύχη. Ενδιαφέρον όμως έχει και η συνέχεια του μύθου.
Ο Ορφέας απογοητευμένος και αποφεύγοντας όλες τις άλλες γυναίκες αφιερώθηκε πλέον στα μυστήρια του Διονύσου τα οποία και αναμόρφωσε. Περιοδεύοντας σε όλη την Ελλάδα διέδιδε τα αναμορφωμένα μυστήρια του Διονύσου, που πλέον θα φέρουν το όνομα ως «Ορφικά», και απόκτησε πολλούς οπαδούς και μεγάλη επιρροή. Καθώς όμως σημαντικό στοιχείο της λατρείας του Διονύσου ήταν ο διαμελισμός και ο θάνατος του θεού αναμφίβολα και ο ιερέας των μυστηρίων του, ο Ορφέας, θα έπασχε τα ίδια πάθη. Το να ζει κανείς με τον τρόπο που ορίζει ο μύθος μπορεί να γίνει ένα τραγικό φορτίο αλλά στο μύθο της θανάτωσης του από τις Μαινάδες υπάρχει και το στοιχείο της εχθρότητας μεταξύ των δύο λατρειών πολύ συγγενικών, της διονυσιακής και της ορφικής. Η βαθιά και πικρή εχθρότητα μεταξύ δύο πολύ συγγενών πραγμάτων. Ο Κόνων αναφέρει πως ο Ορφέας κέρδισε τις καρδιές των Θρακών και των Μακεδόνων με την μουσική του και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι αρνήθηκε να αποκαλύψει τα μυστήρια στις γυναίκες, τις οποίες μίσησε συνολικά μετά τον χαμό της δικής του. Ο Ορφέας με τους πιστούς των μυστηρίων του συνήθιζαν να συγκεντρώνονται κάποιες καθορισμένες ημέρες σε έναν τόπο καλά διαρρυθμισμένο για τις οργιαστικές τους τελετουργίες και άφηναν τα όπλα τους στην είσοδο. Οι γυναίκες, Μαινάδες ιέρειες του Διονύσου, εκμεταλλεύθηκαν αυτή την ευκαιρία και άρπαξαν τα όπλα με τα οποία έσφαξαν και διαμέλισαν τον Ορφέα. Προέβησαν σε αυτήν την αποτρόπαια πράξη όχι επειδή είναι η ενσάρκωση του θεού τους του Διονύσου και άρα έπρεπε να είχε την ίδια μοίρα με τον θεό του, αλλά επειδή τις περιφρονούσε κι εκείνες τον μισούσαν. Ο μύθος αναφέρει πως οι Θράκες τιμωρώντας έκτοτε τις γυναίκες τους τις στιγμάτισαν σχηματίζοντας ένα ελάφι στο πάνω μέρος του δεξιού τους βραχίονα.
Το άψυχο σώμα του Ορφέα και το κομμένο κεφάλι του ρίχθηκαν από τις Μαινάδες στη θάλασσα. Τα κύματα τα παρέσυραν σε μια ακτή της Λέσβου. Σύμφωνα με τον μύθο το κεφάλι του Ορφέα δεν είχε αλλοιωθεί και τραγουδούσε ακόμα. Οι Μούσες συγκέντρωσαν τα μέλη του και τα έθαψαν όλα μαζί στο ιερό του Διονύσου ενώ η λύρα του φυλαγόταν στον ναό του Απόλλωνα. Αυτή η τοποθέτηση συμβόλιζε τη διονυσιακή αλλά και την απολλώνια φύση του Ορφέα. Ακόμα και αν ήταν ένα απολύτως μυθολογικό πρόσωπο το οποίο δημιούργησαν οι οπαδοί της ορφικής λατρείας, σε αυτόν ενώθηκαν τα δύο σημαντικότερα βιώματα του αρχαίου Έλληνα, το διονυσιακό και το απολλώνιο, η έκσταση και το μέτρο. Και οι δύο θεοί τον «επέλεξαν» ταυτόχρονα για ιεροφάντη των μυστηρίων τους και «συναντήθηκαν» στο πρόσωπο του τα βαθύτερα ένστικτα του Έλληνα που εκείνοι συμβόλιζαν. Η ένωση αυτών των βαθύτερων ενστίκτων του ανθρώπου αντανακλά την αρχετυπική μορφή του Έλληνα. Ο ίδιος ο Ορφέας, όπως περιγράφεται στον μύθο, προσπαθώντας να αναμορφώσει την παλιά θρησκεία του Διονύσου έφερε μαζί του μια νέα και όσο γοήτευσε τους οπαδούς του άλλο τόσο έκανε να τον μισήσουν οι εχθροί του. Το πάθος τους εναντίον του ήταν τόσο που δεν μπόρεσε να κατασιγασθεί παρά μόνο με τον θάνατο και το διαμελισμό σώματός του. Κατά συνέπειαν άσχετα με το ποιος ήταν στην πραγματικότητα και με το πόση αλήθεια κρύβει ο μύθος του, ο Ορφέας πέρασε στην ιστορία ως μια πρώιμη θρησκευτική μορφή η οποία ανυψώθηκε στη σφαίρα του μύθου. Γίνεται ο ίδιος θυσία προκειμένου να συμφιλιωθούν οι δύο υπερφυσικοί αντίπαλοι, Διόνυσος και Απόλλων και η θυσία του φέρνει την καταλαγή και τη συμφιλίωση των δύο αντιθέτων ρευμάτων.
Ορφική θρησκεία
Με την πάροδο των ετών μια θρησκεία ολόκληρη στηρίχθηκε πάνω στις διδασκαλίες του Ορφέα, ή τουλάχιστον σε όσα αυτός φαίνεται να κήρυξε, η λεγόμενη ορφική θρησκεία που γνώρισε την μεγαλύτερη ανάπτυξη της τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα των Πεισιστρατιδών. Επρόκειτο για ένα εσχατολογικό και ατομοκεντρικό μυστηριακό κίνημα που υπόσχετο την αιώνια ζωή και τη λύτρωση από τον αέναο κύκλο των μετενσαρκώσεων στους μύστες και τους θιασώτες του. Αποκομμένο από την επίσημη λατρεία της πόλης απευθύνετο σε λίγους και εκλεκτούς στους οποίους έταζε ότι θα μπορούσαν να είχαν μια άμεση μεταφυσική εμπειρία με την μύηση τους στον Ορφισμό. Φυσικό ήταν λοιπόν να θέλξει όλα τα ανήσυχα πνεύματα της εποχής που δεν αρκούνταν στην κρατική τυποποιημένη λατρεία των τελετουργών ιερέων της πόλης των Αθηνών αλλά επιζητούσαν μια πιο άμεση «μέθεξη» με το θείο.
Η ορφική θρησκεία εισέβαλε από την Θράκη στην κυρίως Ελλάδα την εποχή κατά την οποία οι πολυθεϊστικές ομηρικές δοξασίες είχαν αρχίσει να παρακμάζουν. Ωστόσο δεν διαδόθηκε ευρέως αφού ήταν μια ελιτιστική θρησκεία η οποία είχε έναν πολύ ερμητικό χαρακτήρα και δεν επέτρεπε την πρόσβαση στις μεγάλες αμύητες μάζες. Παραλαμβάνοντας μια σειρά στοιχείων από παλαιότερες θρησκευτικές πρακτικές κυρίως της διονυσιακής λατρείας, όπως ήταν η ωμοφαγία, η λικνοφορία και ο ιερός γάμος, τους έδωσε νέες πνευματικότερες διαστάσεις. Οι θεωρητικοί του Ορφισμού μετασχημάτισαν την θεολογία των χρησμών σε έναν ασαφή μονοθεϊσμό και τις τελετές των βωμών σε μια πράξη ανώτερης λατρείας και πνευματικής κάθαρσης.
Ορφισμός και Χριστιανισμός
Τι ρόλο έπαιξε όμως ο Ορφισμός στην διάδοση και διαμόρφωση του Χριστιανισμού και ποια είναι η σχέση μεταξύ ορφικών διδασκαλιών και της χριστιανικής διδασκαλίας; Μπορεί ο Ορφισμός να θεωρηθεί ως ένας πρόδρομος του Χριστιανισμού; Προετοίμασε το πεδίο για την έλευση του Χριστιανισμού; Εάν ναι, τότε με ποιον τρόπο; Μπορούμε να διακρίνουμε άραγε στις ιδέες του περί θεού πάσχοντος, περί ενός θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται, περί ενός ασαφούς ορφικού μονοθεϊσμού, περί του προπατορικού αμαρτήματος, περί της ενώσεως του ανθρώπου με το θείο, περί της ατομικής σωτηρίας και λύτρωσης, περί της ασκητικής ζωής και της πνευματικής κάθαρσης μέσω ειδικών τελετουργιών, μια προεικόνιση του Χριστιανισμού ή έστω μια απλή «Ευαγγελική Προπαρασκευή»; Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο όλα τα αρχαία μυστήρια και συνεπώς και ο Ορφισμός είναι μια μαρτυρία περί του Θεού, ένας βωμός που φέρει την επιγραφή: «Τω Αγνώστω Θεώ». Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή.
Η ιδέα του μονοθεϊσμού
Ο μονοθεϊσμός στην αρχαιότητα μολονότι ενυπήρχε ως ιδέα κυρίως στους φιλοσόφους και στους διανοούμενους ωστόσο πέρα από την Παλαιά Διαθήκη παρέμενε ασαφής και ήταν κυρίως μια τάση προς τον μονοθεϊσμό ή τον «ενοθεϊσμό» και όχι αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε με τον όρο μονοθεϊσμός. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια εξάλειψη του πολυθεϊσμού αλλά για μια προσπάθεια απορρόφησης της πολλαπλότητας της θεότητας και μια επικέντρωσή της σε μια ανώτατη θεότητα. Ο ορφικός μονοθεϊσμός επικεντρώνεται στον Δία χωρίς όμως να εξαλείφονται και οι άλλες θεότητες. Ο Ζεύς θεωρείται «ο πρώτος και ο έσχατος, το κεφάλι και το μέσον και γενικά όλα γεννήθηκαν από τον Δία» όπως λέει ένα ορφικό κείμενο. Ο ειδωλολατρικός μονοθεϊσμός λοιπόν δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τάση, αν και ήταν σημαντικός ως γενική θρησκευτική ιδέα. Η πολυθεΐα δεν αποβλήθηκε ούτε στη λατρεία, ούτε στη θεολογία, αλλά οι Ορφικοί άφησαν τους πολλούς θεούς «σύνναους» και «σύμβωμους», υποτελείς ή απορροφημένους από την υπέρτατη θεότητα. Επρόκειτο λοιπόν περισσότερο για «ενοθεϊα» παρά για μονοθεΐα όπως την ξέρουμε σήμερα, εάν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι εντύπωσε στο μυαλό όχι μόνο των μορφωμένων αλλά και του λαού την πεποίθηση ότι ο θεός είναι το πηδάλιο του σύμπαντος. Ωστόσο αυτός ο ιδιότυπος ορφικός μονοθεϊσμός, φιλοσοφικός κυρίως, λειτούργησε προπαρασκευαστικά για τον Χριστιανισμό, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο.
Στην ορφική θεογονία φαίνεται να υπάρχει ο Δίας-Διόνυσος-Φάνης, ένας θεός «τρίγονος», γεννημένος τρεις φορές, ο Διόνυσος-Φάνης, ο Διόνυσος-Ζαγρέας και ο αναστημένος Διόνυσος ο οποίος καλείται από τον Δία να βασιλεύσει. Είναι ένας θεός που παρουσιάζεται με διάφορες εκδοχές, διαδοχικές όσο και αυθαίρετες και δεν είναι ο παλαιός Διόνυσος των φυτών και των ζώων, της ανανέωσης της ζωής, αλλά ο θεός της αθανασίας. Ειδικά με αυτή την τελευταία του ιδιότητα έρχεται πολύ κοντά στον Χριστιανισμό.
Ορφικά μυστήρια
Προκειμένου να συμμετάσχει κάποιος στα ορφικά μυστήρια έπρεπε απαραίτητα να μυηθεί πρώτα σε αυτά. Η μύηση αποτελούσε την θεμελιώδη πράξη η οποία έδινε την δυνατότητα στον μυούμενο να συμπεριληφθεί στην τροχιά της γνώσης μέσω της εμπειρίας του θεϊκού. Η μύηση είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο το οποίο είναι παρών από τις αρχαίες φυλές μέχρι έως τους πιο πολιτισμένους λαούς και στον Ορφισμό περιελάμβανε δύο κυρίως φάσεις: την ίδια την μύηση του υποψηφίου μέσω των τελετουργικών του καθαρμού και της εκπαίδευσης καθώς και την αναπαράσταση ενός ιερού δράματος με τα τελετουργικά και τον ιερό του λόγο, ο οποίος είχε το αντικείμενο του εμπνευσμένο από το δράμα του Διονύσου-Ζαγρέως. Ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν η γέννηση, ο θάνατος και η αναγέννηση καθώς και η ευαισθητοποίηση της ανθρώπινης ψυχής στην κλήση και στο έργο του Διονύσου. Προκειμένου να γίνει η μύηση απαιτείτο ο μυούμενος να τηρεί εγκράτεια και να απέχει από το κρέας, τα ποτά και τις σαρκικές ηδονές. Στην αρχή τον άλειφαν με άσπρη σκόνη ασβέστης σύμβολο του τιτανικού στοιχείου που συμπεριλαμβάνετο στην ανθρώπινη φύση σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία. Κατά την διάρκεια της μύησης γινόταν και η τελετή της ωμοφαγίας όπου θυσιαζόταν ένας ταύρος που συμβόλιζε τον Διόνυσο και του οποίου οι σάρκες τρώγονταν ωμές προκειμένου οι συμμετέχοντες στην τελετή να ενωθούν με τον ταύρο-Διόνυσο. Ήταν ένας τρόπος μετάδοσης της θεϊκής ζωής. Η ωμοφαγία, δηλαδή η βρώση ωμού κρέατος ήταν ένα από τα κύρια μυστήρια του Ορφισμού. Ο πιστός καταβρόχθιζε τον θεό του που στην συγκεκριμένη τελετή είχε τη μορφή του ταύρου και πίστευε ότι έτσι ερχόταν σε μυστικιστική ένωση μαζί του.
Ο σκοπός της μύησης στον Ορφισμό είναι εσχατολογικός δηλαδή λυτρώνει τον άνθρωπο από την ύλη, από το στοιχείο εκείνο της ύπαρξης του που τον βαραίνει. «Από τον οδυνηρό κύκλο ξέφυγα πετώντας», λέει ο ορφικός μύστης έχοντας λυτρωθεί από τις αλλεπάλληλες γεννήσεις. Η λύτρωση αυτή εναπόκειτο όχι μόνο στην μύηση αλλά και στις πράξεις που θα έκανε ο άνθρωπος στην εκάστοτε επίγεια ζωή του. Εάν παρέμενε αμαρτωλός και βορβορώδης τότε θα αναγκαζόταν να πιεί από την πηγή της Λήθης και να επαναγεννηθεί σε άνθρωπο ή ζώο. Αν όμως κατάφερνε να λυτρωθεί τότε θα ενωνόταν με την παγκόσμια ψυχή, με την θεότητα δηλαδή, αναφωνώντας: «από άνθρωπος έγινα θεός!» Για να φτάσει σε αυτό το στάδιο όμως έπρεπε να λυτρωθεί από τον κύκλο των συνεχών επαναγεννήσεων, από την μετενσάρκωση δηλαδή.
Μετεμψύχωση
Ένα από τα βασικά δόγματα του Ορφισμού ήταν η μετεμψύχωση ή πιο σωστά μετενσάρκωση, το ταξίδι δηλαδή της ψυχής μέσα από αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις από το ένα σώμα στο άλλο. Το ταξίδι αυτό είχε σκοπό να καθαρθεί η ψυχή και καθαρισμένη από κάθε τιτανικό-αμαρτωλό στοιχείο της, τελικά να γίνει ένα καθαρό πνεύμα και να ενωθεί με το παγκόσμιο πνεύμα στο οποίο και ανήκε. Αυτή η κάθαρση επιτυγχανόταν μετά από μια μακρά σειρά αποδημιών από το ένα σώμα στο άλλο. Το κάθε σώμα δεν ήταν παρά το σήμα-τάφος της ψυχής από το οποίο εκείνη έπρεπε να λυτρωθεί. Μετά τον θάνατο και την ταφή του σώματος η ψυχή διεκδικούσε την θεϊκή της καταγωγή με την τελετουργική φράση: «είμαι παιδί της Γής και του ουρανού, το γένος μου είναι ουράνιο.»
Προπατορικό αμάρτημα
Τόσο η ορφική αντίληψη περί Άδη όσο και η ορφική εσχατολογία μοιάζουν σε πολλά σημεία με την χριστιανική. Το προπατορικό αμάρτημα ως κάποιο παράπτωμα που διέπραξαν οι πρόγονοι και οι συνέπειες του οποίου επηρεάζουν τη ζωή των απογόνων, ενυπάρχει και σε αυτόν τον ορφισμό. Η αντίληψη περί προπατορικού αμαρτήματος στον Ορφισμό είναι στενά συνδεδεμένη με την ανθρωπογονία του, δηλαδή με τη δημιουργία των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον μύθο στο τέλος της γενεαλογικής σειράς των θεών βρίσκεται ο γιός του Δία και της Περσεφόνης, ο Διόνυσος, που παίρνει το όνομα του θεού του κάτω κόσμου, του κυνηγού Ζαγρέα. Σε αυτόν είχε εμπιστευθεί ο Δίας την εξουσία του κόσμου. Ο ορφικός μύθος περιγράφει τα παιχνίδια του νέου κυρίαρχου θεού, κύβους, τόπια, σβούρες, μαλλί, χρυσά μήλα και δαδί, τα οποία αποτέλεσαν τα σύμβολα των νέων μυστηρίων. Οι Τιτάνες όμως μετά από προτροπή της Ήρας, που από την ζήλεια της ήθελε να εξοντώσει τον γιό του Δία, έχοντας αλείψει τα πρόσωπά τους με γύψο, ήρθαν ως νεκροί από τον κάτω κόσμο, όπου τους είχε ρίξει ο Δίας μετά την νίκη του εναντίον τους και αφού απέσπασαν την προσοχή του με διάφορα παιχνίδια, τον απήγαγαν, τον κομμάτιασαν, τον έριξαν σε ένα καζάνι και τον κατασπάραξαν. Η μυρωδιά όμως του βραστού κρέατος τράβηξε την προσοχή του Δία που εμφανίσθηκε στο τραπέζι των Τιτάνων και τους κατακεραύνωσε. Η Αθηνά διέσωσε την καρδιά του Διονύσου και την μετέφερε στον Δία, ο οποίος την έραψε στον μηρό του κι από εκεί ξεπήδησε ο νέος Διόνυσος, ο οποίος ήταν αναβίωση του Ζαγρέα. Από τη στάχτη των Τιτάνων, των παλιών ηλιακών θεοτήτων που νικήθηκαν από τους Ολυμπίους και εκτοπίσθηκαν στα Τάρταρα δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι φέροντας μέσα τους τόσο το τιτανικό στοιχείο, το κατώτερο και αμαρτωλό όσο και το διονυσιακό, το ανώτερο και θεϊκό. Αυτός ο μύθος εκφράζει την ανθρωπογονία του Ορφισμού. Δεμένοι οντολογικά με την τιτανική φύση οι άνθρωποι διατηρούν μέσα τους την ροπή προς το κακό. Από εδώ προέρχεται και η αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής. Το σώμα έλκει την καταγωγή του από τιτανική ρίζα ενώ η ψυχή από θεϊκή φλόγα. Οι Ορφικοί διακήρυσσαν πως η θεϊκή ψυχή πρέπει να αγωνιστεί για να επιστρέψει στην πηγή της ζωής. Το σώμα γίνεται φυλακή και τάφος της ψυχής, η οποία επιζητεί να διαφύγει στα ανώτερα επίπεδα. Από το σώμα μπορεί να απελευθερωθεί ο ορφικός μύστης μόνο με την πνευματική άσκηση.
Ο ορφικός ηθικός κανόνας, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και έναν πρωτογενή ασκητισμό, μοιάζει πάρα πολύ με την χριστιανική ηθική. Ο μύθος της τιτανικής – διονυσιακής καταγωγής του ανθρώπου δημιούργησε την πίστη ότι το σώμα ήταν ο τάφος της ψυχής, δηλαδή το δόγμα «σώμα-σήμα». Αυτό το δόγμα είναι ο πυρήνας των ορφικών μυστηρίων, καθώς σημειώνει την ορφική και μη ελληνική φυγή από τον κόσμο. Αυτή η φυγή θα αποτελέσει βασική διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας και τρόπο ζωής για τους συνειδητούς χριστιανούς. Ο καθηγητής Νίλσον λέει σχετικά με την καταγωγή της ιδέας του προπατορικού αμαρτήματος πως «ο Πλάτων μιλάει για την τιτανική φύση όπως εμείς μιλάμε για τον Αδάμ, κατά τρόπο που δείχνει καθαρά την επιρροή της ορφικής διδασκαλίας στον Χριστιανισμό». Επίσης η πάλη του διονυσιακού με το τιτανικό στην ανθρώπινη φύση και το γεγονός ότι το ένα στοιχείο ωθεί στο καλό και το άλλο αντίθετα, θυμίζει την ρήση του Αποστόλου Παύλου «έτερος νόμος εν τοις μέλεσι μου αντιστρατευόμενος τον του νοός» (Προς Ρωμαίους 7,23).
Ο μύθος για τον θεό που πεθαίνει κι ανασταίνεται σε μια νέα ζωή είναι πανάρχαιος και συνδέεται πάντα με το μυστήριο της αναγέννησης της ζωής. Ο συγκεκριμένος μύθος του φόνου του Ζαγρέα από τους Τιτάνες ήταν και μια κεκαλυμμένη προσπάθεια καλλιέργειας στην ανθρώπινη ψυχή της έννοιας της ενοχής, πράγμα δύσκολο για έναν λαό σαν τους Έλληνες, που η ψυχολογία τους τούς άφηνε να αντιδράσουν πολύ λίγο στην έννοια της ενοχής. Η έννοια της ενοχής του ανθρώπου είναι χαρακτηριστική του ορφικού μύθου της δημιουργίας του ανθρώπου και η ενοχή πρέπει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από αυτήν. Αυτή η προσπάθεια θα δημιουργήσει στους Ορφικούς κύκλους, όπως και στους επηρεασμένους από αυτούς πυθαγόρειους, ασκητικές τάσεις. Ο ορφικός ασκητισμός έμοιαζε με τον ελληνικό ασκητισμό που είχε αναπτυχθεί από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια στο Σελλούς, στο μαντείο της Δωδώνης και ήταν σχετικά ανάλογος με τον μεταγενέστερο χριστιανικό ασκητισμό. Τον έντονο ασκητισμό τους εξέθρεψε η θεωρία της μετενσάρκωσης και μπορεί να αποτελούσαν ασκητικές ομάδες αλλά πάντοτε διατηρούσαν το χαρακτήρα των εγγάμων. Αυτά ακριβώς τα δόγματα της λύτρωσης από το προπατορικό αμάρτημα, της ατομικής σωτηρίας και της άρνησης του πολίτικο-θρησκευτικού συστήματος που εκφράζεται με φυγή από τον κόσμο και που έχουν την καταγωγή τους στους ορφικούς κύκλους θα στηρίξουν από τον 3ο-4ο αιώνα και μετά τον μοναχισμό-αναχωρητισμό και θα εμφανιστούν στη ζωή της Εκκλησίας ως αντίδραση στην εκκοσμίκευση που θα προκύψει με το έδικτο των Μεδιολάνων το 313 και με το οποίο ουσιαστικά ο Χριστιανισμός κατέστη επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας.
Μετά θάνατον τιμωρία και ανταπόδοση πράξεων
Μολονότι η ορφική θρησκεία ως ελιτιστική παρουσιαζόταν κατά μοναδικό τρόπο απελευθερωμένη από την υλικότητα του μελλοντικού κόσμου και υποσχόταν μια αθανασία, όχι διαποτισμένη με την ελπίδα των μελλοντικών αμοιβών αλλά με τον διακαή πόθο για την τέλεια αγνότητα, ωστόσο δίπλα στους «θρόνους των ευλογημένων» και στα «άλση της Φερσεφόνειας» παρουσιάζεται και ο φόβος της τιμωρίας. Πολλοί μύστες του Ορφισμού επιζητούσαν και πρέσβευαν την μετά θάνατον τιμωρία και ανταπόδοση των πράξεων ως μια αιώνια τιμωρία όσων δεν πίστεψαν στο δόγμα τους και έμειναν αμύητοι στα μυστήρια του Ορφέα. Σε αυτούς οφείλεται ο σχηματισμός του σκοτεινού κάτω κόσμου με τα καζάνια στα οποία έβραζαν οι αμαρτωλοί και τους οχετούς της λάσπης, τον βόρβορο, στον οποίο βρίσκονταν οι αμύητοι.
Ο Ορφισμός πήρε τον ομηρικό Άδη, που ήταν τόπος σκιών, και τον μετέτρεψε σε τόπο τιμωρίας και βασάνων. Ο Χριστιανισμός αφού δεν είχε επαρκή στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση για αυτό το θέμα δέχθηκε την ορφική αντίληψη και εμπνεύσθηκε από τις ορφικές ιδέες περί του επέκεινα κόσμου. Ο Ορφισμός όπως είδαμε και πιο πάνω πρέσβευε ότι οι ψυχές αφού περάσουν ένα εύλογο χρονικό διάστημα στον Άδη όπου θα πληρώσουν για τις αμαρτίες τους και θα καθαρθούν, θα επανέλθουν στην επίγεια ζωή μέσω της μετενσάρκωσης σε ένα νέο σώμα. Αυτή η διδασκαλία τροποποιήθηκε και πέρασε στον Χριστιανισμό με νέες μορφές. Η πρώτη μορφή είναι η διδασκαλία περί σωτηρίας των πάντων, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από την Εκκλησία ευθύς εξ’ αρχής. Ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές αυτής της θεωρίας ήταν ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης, που έζησε το πρώτο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα και δίδασκε ότι όλες οι ψυχές θα φθάσουν στη σωτηρία. Αυτή η ορφική ιδέα της επιστροφής των ψυχών στην ουράνια πατρίδα τους μέσω των επαναγεννήσεων πιθανώς μέσω του Πυθαγορισμού έφθασε ως τον Ωριγένη.
Categories: Αρχαία Ελλάδα
Οι δουλέμποροι Χετταίοι Τάνταλοι σκοτωνόντουσαν και μεταξύ τους, αλλά ο ανυπότακτος Έλληνας διασώστης Όμηρος χρησιμοποίησε αυτούς τους σκοτωμούς ως κάλυψη στην Ιλιάδα για τις αλληγορικές υπενθυμίσεις των μεγάλων καταστροφών κατά την Ολόκαινο, κολακεύοντας τους μανιακούς Χετταιο-μυκηναίους/τρώες, καταρρέοντες τυράννους του Αιγαίου.
ΠΟΤΕ’ οι αυτο-καταστροφικοί χετταιομυκηναίοι εισβολείς Τάνταλοι και φοινικο-μινώταυροι δουλέμποροι δεν έλεγαν ότι είναι Έλληνες! Αντίθετα: γενοκτόνησαν και συκοφάντησαν τους ανυπότακτους φιλειρηνικούς Έλληνες Πελασγούς-Θράκες-Αιγαίους-Μικρασιάτες-Κύπριους-Ετεοκρήτες-Ιόνιους, και μάλιστα Ηρακλής, Θησέας, Αντιγόνη και τόσοι άλλοι ΗΡΩΕΣ αποκήρυξαν την καταγωγή τους από τους κανίβαλους αυτο-καταστροφικούς μισανθρώπους εισβολείς και τα παιδομαζώματά τους, που συνεχώς αποδοκίμαζαν στις τραγωδίες και τις συζητήσεις τους!!! What Hittites Mycenaeans slavers did:
Hittite kings during periods of great famine and plague, resettled huge numbers of conquered peoples within their lands to farm and feed the empire.
http://www.judithstarkston.com/articles/what-hittite-and-mycenaean-women-%E2%80%9Cdid%E2%80%9D/